μέθυσμα

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέθυσμα Medium diacritics: μέθυσμα Low diacritics: μέθυσμα Capitals: ΜΕΘΥΣΜΑ
Transliteration A: méthysma Transliteration B: methysma Transliteration C: methysma Beta Code: me/qusma

English (LSJ)

-ατος, τό, an intoxicating drink, LXX 1 Ki.1.15, Je.13.13, Ph.1.324, al.: metaph., ib.296.

German (Pape)

[Seite 114] τό, ein berauschender Trank, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

μέθυσμα: τό, ποτὸν μεθυστικόν, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 15, Ἰερ. ΙΓ΄, 13).

Greek Monolingual

μέθυσμα (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) μεθύω
μέθη, μεθύσι
αρχ.
μεθυστικό ποτό.