ἀμπίπτω

English (LSJ)

poet. for ἀναπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπίπτω: Aesch. = ἀναπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπίπτω: ποιητ. ἀντὶ ἀναπίπτω.

Greek Monotonic

ἀμπίπτω: ποιητ. αντί ἀναπίπτω.