poet. for ἀναπίπτω.
ἀμπίπτω: Aesch. = ἀναπίπτω.
ἀμπίπτω: ποιητ. ἀντὶ ἀναπίπτω.
ἀμπίπτω: ποιητ. αντί ἀναπίπτω.