ἀναπίπτω

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπίπτω Medium diacritics: ἀναπίπτω Low diacritics: αναπίπτω Capitals: ΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: anapíptō Transliteration B: anapiptō Transliteration C: anapipto Beta Code: a)napi/ptw

English (LSJ)

poet. ἀμπίπτω,
A fall back, A.Ag.1599, E.Cyc.410; lay oneself back, like rowers, Cratin.345, X.Oec.8.8; ἀ. ὑπτία Pl.Phdr.254b, cf. e; of riders, ὑπτίους ἀναπεπτωκότας ἐλαύνειν X.Eq.Mag.3.14.
2 metaph., fall back, give ground, Th.1.70; flag, lose heart, D.19.224; ταῖς σπουδαῖς (vulg. σπονδ-) ἀναπεπτωκέναι D.H.5.53.
b pf. part. ἀναπεπτωκώς lifeless, of style, σχῆμα ἀ. Aristid.Rh.2p.518S., al.
3 of a plan, to be given up, ἀνεπεπτώκει τὰ τῆς ἐξόδου D.21.163.
4 ἀ. ἀπ' οἴκων to be banished from one's house, Poet. ap. Athenagoraspro Christo 22.
5 recline at meals, like ἀνάκειμαι, Alex.293, Com.Adesp.638, PPar.51.4, Ev.Marc.6.40, Luc.Asin.23.
b take to one's bed in sickness, PMag.Leid.V.11.1.
6 recoil, of the arms of torsion-engines, Hero Bel.100.2.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπ- A.A.1599
I 1caer de espaldas, echarse de espaldas ἀμπίπτει δ' ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν A.l.c., cf. E.Cyc.410, Arist.HA 591b26
en v. med. mismo sent. ἀναπίπτομαι ἐπ' ἄχυρον UPZ 78.4.
2 inclinarse hacia atrás los remeros, Cratin.345, cf. X.Oec.8.8, Tim.15.9 (quizá ἐπανέπιπτον), ὑπτίους ἀναπεπτωκότας ἐλαύνειν X.Eq.Mag.3.14, cf. Plu.2.992b, ὁ δ' ἠνίοχος ... ὥσπερ ἀπὸ ὕσπληγος ἀναπεσών Pl.Phdr.254e.
3 recostarse, reclinarse, acostarse a la mesa para comer, Alex.293, cf. Com.Adesp.638, ἐπ' ἄχυρον PPar.51.4, cf. Eu.Marc.6.40, Luc.Asin.23
acostarse, caer en cama οὕτως κἂν ἀναπέσῃς δέκα ἡμέρας Arr.Epict.2.18.3, por enfermedad PMag.12.352.
4 retroceder de una máquina de guerra, Hero Bel.100.2.
II fig.
1 echarse atrás, ceder terreno, flojear νικώμενοι ... ἀναπίπτουσιν Th.1.70, ταῖς σπουδαῖς D.H.5.53, cf. D.19.224
A.Al.9a.6.16
abandonar ἀνεπεπτώκει τὰ τῆς ἐξόδου D.21.163, Plb.4.51.8.
2 part. perf. flojo, lacio ἀναπεπτωκὸς εἶναι δοκεῖ τὸ σχῆμα Aristid.Rh.2.518.

German (Pape)

[Seite 202] (s. πίπτω), 1) zurückfallen, ἀμπίπτει, Aesch. Ag. 1581; Eur. Cycl. 410; sich zurückbiegen, wie beim Rudern, dem προνεύω entgegengesetzt, Xen. Oec. 8, 8; wie Cratin. bei Ath. a. a. O., u. Pol. 1, 21; ἀνέπεσεν ὑπτία Plat. Phaedr. 254 b; sich niederlegen, bes. zu Tische, N.T. u. Sp., z. B. Luc. Asin. 23. – 2) übertr., den Muth sinken lassen, Thuc. 1, 70; ταῖς ψυχαῖς Pol. 4, 51. S. Ath., der I, 23 b ausführlicher über das Wort spricht, ἀθυμῶ, ὀλιγωρῶ; auch = liegen bleiben, nachlässig betrieben werden, ἀναπεπτώκει τὰ τῆς ἐξόδου, man betrieb das Ausrücken sehr saumselig, Dem. 21, 163.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπεσοῦμαι, ao.2 ἀνέπεσον, pf. ἀναπέπτωκα;
1 tomber en arrière;
2 se renverser, se coucher à la renverse;
3 reculer, céder le terrain;
4 s'écrouler, tomber ; fig. se laisser abattre, perdre courage;
NT: se mettre à table ; se pencher.
Étymologie: ἀνά, πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπίπτω: поэт. ἀμπίπτω (fut. ἀναπεσοῦμαι, aor. 2 ἀνέπεσον, pf. ἀναπέπτωκα)
1 падать назад или навзничь, откидываться Aesch., Xen., Plat.: πλησθεὶς βορᾶς ἀνέπεσε Eur. наевшись до отвала, (Киклоп) повалился на спину;
2 ложиться, возлежать Diod.: ἀναπεσόντες ἐδείπνουν Luc. они возлежали и ужинали;
3 подаваться назад, отступать (νικώμενοι ἀναπίπτουσιν Thuc.);
4 (тж. ἀ. ταῖς ψυχαῖς или ταῖς ὁρμαῖς Polyb. и ἀ. ταῖς γνώμαις Plut.) падать духом (ἄνδρες ἀναπεπτωκότες Dem.);
5 приходить в упадок: ἀναπεπτώκει τὰ τῆς ἐξόδου Dem. дело с выступлением в поход замерло.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπίπτω: ποιητ. ἀμπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι: (ἴδε πίπτω): - πίπτω πρὸς τὰ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599, Εὐρ. Κύκλ. 410· ἀνακλίνω τὸ σῶμά μου πρὸς τὰ ὀπίσω ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 8, Ξεν. Οἰκ. 8, 8· ἀνέπεσεν ὑπτία Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, πρβλ. Ε. 2) ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, Θουκ. 1. 70: ἐντεῦθεν ἀθυμῶ, δειλιῶ, Λατ. concidere animo Δημ. 411. 3· ταῖς σπουδαῖς (κοιν. σπονδ-) ἀναπεπτωκέναι, Λατ. refrixisse studiis, Διον. Ἁλ. 5. 53. 3) ἐπὶ σχεδίου τινός, ἐγκαταλείπομαι, ἀφίνομαι, ἀναπεπτώκει τὰ τῆς ἐξόδου Δημ. 567. 12. 4) ἀν. ἀπ’ οἴκων ἐξορίζομαι ἐκ τῆς οἰκίας μου, Ποιητ. παρ’ Ἀθανασ. ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ 22. 5) ἀνακλίνομαι ὡς ἐπὶ δείπνῳ, κατὰ τὸ ἀνάκειμαι, «μετὰ ταῦτα ἀναπεσεῖν ἐκέλευον αὐτὴν παρ’ ἐμὲ» Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 26. Κωμ. παρὰ Mein. 4, σ. 650, Λουκ. Ὄν. 23, Κ.Δ.

English (Strong)

from ἀνά and πίπτω; to fall back, i.e. lie down, lean back: lean, sit down (to meat).

English (Thayer)

2nd aorist ἀνέπεσον, 3rd person plural ἀνέπεσον T Tr WH ἀνέπεσαν); L T Tr WH ἀνέπεσαν), infinitive ἀναπεσεῖν, imperative ἀνάπεσε Rec. ἀνάπεσον from 1st aorist ἀνέπεσα (Griesbach ἀνάπεσαι i. e. 1st aorist middle imperative))); R G ἀνάπεσαι, cf. WH. Appendix, p. 164; Tdf. Proleg., p. 123; see πίπτω, participle ἀναπεσών; cf. Winer's Grammar, § 13,1, p. 73 (71); (Buttmann, 39f (34 f), 67 (59); from Euripides down); to lie back, lie down: absolutely, ἐπί τήν γῆν, ἐπί τῆς γῆς, Lob. ad Phryn., p. 216; (Winer's Grammar, 23 (22))) for ἀνακλίνομαι to recline at table: to lean back, L Tr WH. (It denotes an act rather than a state, and in the last passage differs from ἀνάκειμαι, John 13:23, by indicating a change of position.)

Greek Monolingual

ἀναπίπτω και ποιητ. ἀμπίπτω (Α)
1. πέφτω προς τα πίσω, κλίνω το σώμα προς τα πίσω όπως οι κωπηλάτες
2. αποσύρομαι, υποχωρώ
3. δειλιάζω, διστάζω
4. (για σχέδια) ματαιώνομαι, εγκαταλείπομαι
5. εκτοπίζομαι, διώχνομαι
6. ανακλίνομαι, ανάκειμαι για το δείπνο
7. (μτχ. ενεργ. πρκμ.) ἀναπεπτωκώς, -υῖα, -ός αυτός που δεν έχει ζωή ή ζωντάνια, άψυχος, άτονος.

Greek Monotonic

ἀναπίπτω: ποιητ. ἀμπ-·μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον· πέφτω προς τα πίσω, σε Αισχύλ.
2. αποσύρομαι, αποχωρώ, σε Θουκ.· αποκαρδιώνομαι, είμαι δειλός, Λατ. concidere onimo, σε Δημ.
3. λέγεται για σχέδιο, εγκαταλείπομαι, στον ίδ.
4. αναπαύομαι, στηρίζομαι, ξαπλώνομαι σε τραπέζι, όπως το ἀνάκειμαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

1. to fall back, Aesch.
2. to fall back, give ground, Thuc.: to flag, lose heart, Lat. concidere animo, Dem.
3. of a plan, to be given up, Dem.
4. to recline at table, like ἀνάκειμαι, NTest.

Chinese

原文音譯:¢nap⋯ptw 安那-披普拖
詞類次數:動詞(12)
原文字根:向上-落 相當於: (כָּרַע‎)
字義溯源:靠後,坐下,坐下喫飯,坐,靠,斜倚,坐席;昔時坐席是躺靠在地上,所以這字有坐席的含意;由(ἀνά)*=上,回復)與(πίπτω / συμπίπτω)*=落下)組成。這字十次都譯為:坐,坐下,坐席,坐下喫飯;二次譯為:靠。參讀 (ἀνάκειμαι)的同義字
出現次數:總共(12);太(1);可(2);路(4);約(5)
譯字彙編
1) 坐(3) 太15:35; 可8:6; 路14:10;
2) 坐下(3) 約6:10; 約6:10; 約13:12;
3) 靠(2) 約13:25; 約21:20;
4) 你⋯坐下喫飯(1) 路17:7;
5) 他們就⋯坐下(1) 可6:40;
6) 他坐席(1) 路22:14;
7) 坐席(1) 路11:37

Lexicon Thucydideum

coneidere, animo frangi, to fall down, lose heart, 1.70.5, (secundum alios according to others recedunt, they recede, withdraw).