ἀμπελοποιία
English (LSJ)
ἡ, = ἀμπελουργία, Eust.1619.59.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ cultivo de la vid Eust.1619.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοποιία: ἡ, = ἀμπελουργία, Εὐστ. 1619. 59.
Greek Monolingual
ἀμπελοποιία, η (Μ)
η αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + -ποιὸς < ποιῶ].