ἀμπελωργικός

English (LSJ)

Doric for ἀμπελουργικός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελωργικός: -ά, -όν, Δωρ. ἀντὶ -ουργικός, ἐπιτήδειος πρὸς αὔξησιν ἀμπέλων, Πίν. Ἡρακλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 43.