Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμπελουργικός

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελουργικός Medium diacritics: ἀμπελουργικός Low diacritics: αμπελουργικός Capitals: ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: ampelourgikós Transliteration B: ampelourgikos Transliteration C: ampelourgikos Beta Code: a)mpelourgiko/s

English (LSJ)

Dor. ἀμπελωργικός, ή, όν, of or for culture of vines, (γᾶ) Tab.Heracl.2.43; ἡ ἀμπελουργική (sc. τέχνη), vine-dressing, Pl.R. 333d, Ph.1.329. Adv. ἀμπελουργικῶς Poll.7.141.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. -ωργικός TEracl.2.43
I 1que es para cultivar vides (γᾶ) TEracl.l.c., δρέπανον ἀ. navaja podadera, PCair.Zen.782 a 52 (III a.C.), BGU 1539.3 (II a.C.), ἀ. ἔργον trabajo en las viñas, POxy.1692.26 (II a.C.), ἐργασία SB 7369.11 (VI a.C.), PLond.1003.10 (VI d.C.) en BL 1.296
subst. ὁ ἀ. viticultor Poll.7.141.
2 subst. ἡ ἀμπελουργική cultivo de la vid, viticultura Pl.R.333d, Ph.1.329, 350, Origenes Cels.4.76
τὰ ἀ. trabajo en la viña τῶν ἀμπελουργικ[ῶ] ν μισ[θω] τὰς γενέσθαι que arrienden los trabajos de las viñas, POxy.1590.9 (VI a.C.).
II adv. ἀμπελουργικῶς = como en el cultivo de la vid Poll.7.141.

German (Pape)

[Seite 129] zum Winzer gehörig, ἡ ἀμπ., Kunst des Weinbaues, Plat. Rep. I, 393 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμπελουργικός, -ή, -ὸν) ἀμπελουργός
1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική
η τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η αμπελουργία.