poet. for ἀναπολέω.
ἀμπολέω go over met., of repetition ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104), cf. ἀναπολίζω.
ἀμπολέω: Pind. = ἀναπολέω.
p. = ἀναπολέω.