ἀμυησία

English (LSJ)

ἡ, a being uninitiated, AB406, Hsch. s.v. ἀνοργίας.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ no iniciación, AB 406, Hsch.s.u. ἀνοργίας.

German (Pape)

[Seite 130] ἡ, das Nichteingeweihtsein, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυησία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ ἀμύητος, τὸ μὴ εἶναί τινα μεμυημένον, Α. Β. 406, 12, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνοργίας.

Greek Monolingual

η (Α ἀμυησία) ἀμύητος
έλλειψη μυήσεως, το να είναι κανείς αμύητος.