ἀμφίασις

English (LSJ)

-εως, ὁ, (ἀμφιάζω) garment, LXX Jb.22.6, al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 vestidura ἀμφίῶν ἀφείλου LXX Ib.22.6, λαμπρὰν ... ἀμφίασιν ἀμφείς Chrys.M.47.303
de un libro envoltura externa, cubierta Sch.Hes.Th.201
fig. de la Virgen τῆς ἐμῆς γυμνότητος ἡ ἀ. Ephr.Syr.3.525D, ὁ κόσμος βέλτιον σχῆμα λαβὼν καὶ ἀ. Mac.Magn.Apocr.4.30.
2 acción de vestir χρήματα καὶ ἱμάτια εἰς διατροφήν καὶ ἀμφίασιν σοῦ Io.D.M.96.1024A, cf. Cat.Cod.Astr.5(3).90.

German (Pape)

[Seite 136] ἡ (ἀμφιάζω), das Umthun, Kleid, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίᾰσις: -εως, ἡ, (ἀμφιάζω) «ἀμφίασιν γυμνῶν ἀφείλου», ἔνδυμα, περίβλημα, περιβολή, Ἑβδ. (Ἰώβ, κβ΄, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει «ἀμφίασιν, σκέπην».

Greek Monolingual

ἀμφίασις (-εως), η (ΑΜ) ἀμφιάζω
αμφίεση, περιβολή, ενδυμασία.