ἀμφίκοχλος

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκοχλος: -ον, Ἐπιφάν. 9. 229C. περὶ τῶν δώδεκα πολυτίμων λίθων, «ὁ μὲν γὰρ αὐτῶν (τῶν ἀμεθύστων) ἐστιν ὑακίνθῳ καθαρῷ παραπλήσιος, ὁ δὲ ἀμφικόχλῳ.» - Ὁ Πεταύϊος ἔγραψε: θαλασσίῳ κόχλῳ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. amphicochlus, Coll.Auell.p.755.2
1 zool. especie de concha marina, Epiph.Const.Gemm.M.43.300C.
2 mineral. un tipo de amatista, Coll.Auell.l.c.