ἀμφίσκω

English (LSJ)

ἀμπίσχω, Hsch.

Spanish (DGE)

v. ἀμπίσχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίσκω: «ἀμφίσκοντες, ἐνδυόμενοι» Ἡσύχ.