ἀμπίσχω

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

German (Pape)

[Seite 129] = ἀμπέχω (Subj. ist der Ankleidende), Eur. Suppl. 165 ἀμπίσχειν; Troad. 14 ἀμπίσχων; Hipp. 191 ἤμπισχεν ὑφάσματα; Ion 1160 ἀμπίσχον; ἤμπισχέ τινα σμικρότητι Plat. Prot. 230 e; δούλους ἀμπίσχουσα, umfassend, Polit. 311 c; Med. ἀμπίσχομαι, Eur. Hel. 429; ἂν ἀμπίσχοιο Plat. Alc. I, 113 e; Ar. κρίβανόν μ' ἀμπίσχετε Vesp. 1153; ἀμπίσχων Ran. 1061; τὸν δῆμον χλαῖναν ἤμπισχον Lys. 1156; ἀμπισχόμενος Vesp. 1150; Eccl. 332; ἠμπισχόμην 540. Vgl. die anderen compp.; Buttm. Gramm. II, 143 erklärt die Formen ἀμπισχεῖν, ἀμπισχών, wie er schreibt, durchaus für aor. II.; der Sinn erlaubt dies in den meisten Stellen des Ar. zwar (z. B. Lys. 1156 ἠλευθέρωσαν καὶ ἤμπισχον, so auch μὴ ἀμπίσχῃ ἀμφὶ σῶμα πέπλους Eur. I. A. 1439), und die Erkl. der VLL., die er anführt, sprechen dafür, doch widerstrebt die Analogie der übrigen compp. und der Gebrauch des Plat.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἤμπισχον;
c. ἀμπέχω;
Moy. ἀμπίσχομαι (ao.2 ἠμπεσχόμην) c. ἀμπέχομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tard. ἀμφίσκω Cels.6.15, Hsch.; ἀμπίσκομαι Gloss.3.272
• Morfología: [sólo pres.]
I v. act.
1 cubrir, recubrir, contener τοίχοισιν δ' ἔπι ἤμπισχεν ἄλλα βαρβάρων ὑφάσματα del caballo de Troya, E.Io 1159, cf. Tr.14
fig. abarcar ἡ βασιλικὴ τέχνη ... δούλους καὶ ἐλευθέρους ἀμπίσχουσα Pl.Plt.311c
rodear, abrazar γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερὶ E.Supp.165
cubrir, invadir ἀμπίσχει δὲ ὁ λειχὴν καὶ γένειόν κοτε ἐν κύκλῳ Aret.SD 2.13.15, ψύξιος πολλῆς ... ἀμπισχούσῃς τὸν ἄνθρωπον Aret.CA 1.4.4
abs. σκότος ἀμπίσχων κρύπτει νεφέλαις E.Hipp.192.
2 vestir con, vestir de c. dos ac. κρίβανον μ' ἀμπίσχετε Ar.V.1153, τοὺς βασιλεύοντας ῥάκι' ἀμπισχών Ar.Ra.1063, ὅς με ῥάκη τ' ἤμπισχε Diog.Fr.5
c. un solo ac. σκέπασμα μικρὸν ἀμπίσχειν Arist.Pol.1336a17
c. dat. instrum. τοῖς τριβωνίοις ἀμπίσχοντες Socr.Ep.14.10
fig. investir, dotar de ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν Pl.Prt.320c.
II v. med. cubrirse con, vestirse con, ponerse c. ac. τὸ κροχωτίδιον Ar.Ec.332, πέπλους E.IA 1438, ἐκβόλοις ἃ ἀμπίσχομαι E.Hel.422, λεοντῆν Them.Or.21.245b, ἐσθῆτα Cels.l.c., cf. Com.Adesp.611, Orph.A.201
c. dat. τὰς ἐσθῆτας αἷς ἀμπίσχοντο Ph.2.333
vestirse c. adv. καλῶς ἠμπίσχετο Ar.Th.165, λεπτὰ ἠμπίσχετο Philostr.VS 513
abs. οὕτω δὴ ἐς τὸ σῶμα ὅλον ἀμπίσχονται Procop.Goth.2.15.19
fig. καὶ οὐκέτ' ἂν σὺ αὐτὰ ἀμπίσχοιο ref. a argumentos que ya no sirven, Pl.Alc.1.113e, τῆς τῷ ἰδίῳ λόγῳ ἀποίου ὕλης, ποιότητας ἀμφισκομένης Origenes Cels.3.41 (u.l.).

Russian (Dvoretsky)

ἀμπίσχω: Eur., Arph., Plat. = ἀμπέχω.