ἀμφικλάω

English (LSJ)

break all in pieces, Q S.8.345; τρόμος ἀ. γυῖα 12.399.

Spanish (DGE)

hacer romper, saltar, δέος δ' ἀμφέκλασε θυμὸν Νυμφάων Q.S.8.345, τρόμος δ' ἀμφέκλασε γυῖα Q.S.12.399.

German (Pape)

[Seite 140] (s. κλάω), rings zerbrechen, Qu. Sm. 8, 345 u. sonst sp. D.

French (Bailly abrégé)

briser tout autour ou entièrement.
Étymologie: ἀμφί, κλάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικλάω: μέλλ. -άσω, καταθραύω, κατασυντρίβω, Κόϊντ. Σμ. 8. 345.