ἀμφοτέρως
English (LSJ)
Adv. in both ways, Pl.Prm.159a, Grg.469a, etc.
Spanish
German (Pape)
[Seite 146] auf beiderlei Art, Plat., z. B. Gorg. 469 a.
French (Bailly abrégé)
adv.
des deux manières.
Étymologie: ἀμφότερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφοτέρως: обоими способами, тж. в обоих отношениях или в обоих случаях Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτέρως: ἐπίρρ., κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους, Πλάτ. Γοργ. 469Α, καὶ ἀλλ.
Greek Monotonic
ἀμφοτέρως: επίρρ., με δύο τρόπους, σε Πλάτ.