ἀμφοτέρῃ
English (LSJ)
Adv. in both ways, Hdt.7.10.β; by both branches, of a river, 1.75: Argive ἀμφοτερεῖ Mnemos.47.160 (v B.C.).
Spanish
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ἀμφότερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφοτέρῃ: adv. Her. = ἀμφοτέρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτέρῃ: ἐπίρρ., κατ’ ἀμφοτέρους, τοὺς τρόπους, Ἡρόδ. 1. 75., 7. 10, 2.
Greek Monolingual
ἀμφοτέρῃ επίρρ. (Α) ἀμφοτεράκις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -ῃ, επιρρ. κατάλ.].
Greek Monotonic
ἀμφοτέρῃ: επίρρ., κατά δύο τρόπους, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
in both ways, Hdt.