ἀμύντειρα

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἀμυντήρ, = cultrix, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ vengadora, Gloss.2.210.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύντειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἀμυντήρ, προστάτρια, Γλωσσ.