ἀνάγγελτος
English (LSJ)
ἀνάγγελτον, unannounced, secret, Hld. ap.Hsch. s.v. ἀνάπαυστα.
Spanish (DGE)
-ον secreto Hld.Gr. en Apollon.Lex.458.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγγελτος: -ον, ὁ μὴ ἀναγγελθείς, ἀπόρρητος, Ἡλιόδ. παρ. Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνάπυστα.
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση του τόνου].