ἀνάδηγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, bite, κωνώπων Hp.Epid.2.3.1.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
picadura ὑπὸ κωνώπων ἀ. picadura de mosquitos Hp.Epid.2.3.1, 7.83.

Greek Monolingual

ἀνάδηγμα, το (Α) ἀναδάκνω
δάγκωμα, τσίμπημα.