ἀνάλαβος
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλαβος: ὁ, εἶδος μοναχικοῦ ζωστῆρος, «σταυροειδῶς τοῖς ὤμοις περιπλεκόμενος» Εὐάγρ. Μοναχ., Δουκάγγ. ἐν λέξει.
ἀνάλαβος: ὁ, εἶδος μοναχικοῦ ζωστῆρος, «σταυροειδῶς τοῖς ὤμοις περιπλεκόμενος» Εὐάγρ. Μοναχ., Δουκάγγ. ἐν λέξει.