ἀνάλειπτος

English (LSJ)

ἀνάλειπτον, unanointed, Antyll. ap. Aët.3.9:—also ἀνάλειφος, ον, Them.Or.20.235d, Archig. ap. Aët.3.194.

German (Pape)

[Seite 195] nach B. A. 396, falsch für ἀνήλειπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλειπτος: -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος, Ἀέτιος 3. 9. - Κατὰ τὰ Α. Β. σ. 396, 25: «ἀνήλειπτός ἐστι τὸ Ἑλληνικόν, οὐχὶ ἀνάλειπτος οὐδὲ ἕτερον τοιόνδε οὐδέν». Ἴδε ἀνήλειπτος.