ἀνάσκαφος
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσκαφος: -ον, ὃς πρέπει νὰ ἐξαχθῇ ἐκ τοῦ τάφου καὶ ῥιφθῇ ἔξω, ἐναγής, «ὁ θεομίσητος καὶ ἀνάσκαφος Χοσρόης» Χρον. Πασχ. 399Β.
Spanish (DGE)
-ον
maldito τὸν σταβλίτην παραδ[έ] δ[ω] κ[α] τοῖς ἀνασκάφοις νεωτέροις POxy.1854.1 (VI/VII d.C.).