θεομίσητος
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
[ῑ], ον, = θεομισής 1, Arist.(?) in PLit.Lond.112, Ph.2.202.
Greek (Liddell-Scott)
θεομίσητος: -ον, = θεομῑσής, Ἐκκλ.· - θεομισητία, ἡ, = θεοσεχθρία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 416.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM θεομίσητος, -ον)
αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς («η θεομίσητη Διχόνοια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μισητός (< μισώ), πρβλ. αξιομίσητος, λαομίσητος].
German (Pape)
gottverhaßt, K.S.