ἀνάτονος

English (LSJ)

ἀνάτονον, (ἀνατείνω) stretching upwards, Vitr.10.10.6.

Spanish (DGE)

-ον
alargado de un tipo de capitel que es más alto que ancho, Vitr.10.10.6.

German (Pape)

[Seite 211] sich aufwärts erstreckend, gespannt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάτονος: -ον, (ἀνατείνω) ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἐκτεινόμενος, Βιτρούβ. 10. 15.