ἀνέλικτος

English (LSJ)

ἀνέλικτον, without turns or twists, Aret. CD1.4, Gal.UP5.3.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene vueltas de intestinos, Gal.3.345, Aret.CD 1.4.9.

Greek Monolingual

-ή, -ό
όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)].

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλικτος, -ον) ελίσσω
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί
αρχ.
Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές.