ανελίσσω
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
ἀνελίσσω κ. -ίττω (Α)
1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
2. αναπτύσσω, αναλύω
3. μελετώ, ερμηνεύω
4. κάνω κάτι να κινηθεί προς τα πίσω, κινώ (πόδα)
5. κάνω να στρέφεται, περιστρέφω
6. μτφ. περιδινώ, οδηγώ εδώ κι εκεί, διαμορφώνω με τρόπο περίπλοκο.