3ᵉ sg. impér. pf. Pass. de ἀνάπτω.
ἀνήφθω: эп. 3 л. sing. imper. pf. pass. к ἀνάπτω I.
ἀνήφθω: ἴδε ἐν λ. ἀνάπτω.
see ἀνάπτω.
ἀνήφθω: προστ. γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του ἀνάπτω.