ἀναβίβασις

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβίβασις: -εως, ἡ, καὶ ἀναβιβασμός, ὁ, ἡ μετάθεσις τοῦ τόνου πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς λέξεως, Γραμμ.