μετάθεσις

English (LSJ)

μεταθέσεως, ἡ, (μετατίθημι)
A change of position, transposition, Arist.Metaph.1024a4; μεταθέσεις ἐξ ἕδρας ἀτόμων Epicur.Fr.61; ἡ τῶν ῥημάτων μετάθεσις D.24.84, cf. D.S.1.23; τοῦ ἀναβαθμοῦ PSI5.546 (iii B. C.); τοῦ ἐμβρύου Sor.2.60; couching of a cataract, Gal.10.990.
2 generally, change, θεὸς οὐδεμίαν ἐπιδεχόμενος μετάθεσιν Arist.Mu. 400b29; μετάθεσις ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως Phld.Rh.1.216 S.; νόμου μετάθεσις Ep.Hebr. 7.12; esp. change of sides or change of opinions, ἐπὶ τὸ βέλτιον Plb.1.35.7, cf. Porph.Abst.1.2, etc. (hence, amendment, τῶν ἡμαρτημένων Plb.5.11. 5); ἐκ μεταθέσεως Id.30.20.2; going over, πρός τινα Id.5.86.8.
3 exchange, barter, Id.10.1.8 (pl.).
4 Gramm., change of a letter, A.D.Pron.51.5, al., EM795.34; also, metathesis, transposition of letters, as κραδίη for καρδία, Trypho Pass.4, Apollon.Lex. s.v. ἀγλαά.
5 plagiarism, opp. μίμησις, Demetr.Eloc.112.
II power of changing sides or right of changing sides, Th.5.29.

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, das Umsetzen, die Umstellung, τῶν ῥημάτων, Din. 24, 84 u. oft bei den Rhett.; auch das Übertreten zu einer andern Partei, ὴ μετάθεσις πρός τινα, Pol. 5, 26, 8; die Veränderung übh., Sinnesänderung, ἐκ μεταθέσεως, 30, 18, 2; ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον μετάθεσις, 1, 35, 7; dah. Verbesserung, ἁμαρτημάτων, 5, 11, 5; – von Waaren, der Umsatz, 10, 1, 8. – Bei Plut. frat. amor. 9 ὀνομάτων μετ., eine Art Euphemismus, wenn man z. B. für ῥᾳθυμία ἁπλότης sagt. – Bei Gramm. Buchstabenversetzung.

French (Bailly abrégé)

μεταθέσεως (ἡ) :
1 transport;
2 échange de marchandises;
NT: changement ; disparition ; enlèvement.
Étymologie: μετατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

μετάθεσις: μεταθέσεως ἡ
1 перемещение, перестановка (ταῦτα, ὅσων ἡ φύσις ἡ αὐτὴ μένει τῇ μεταθέσει Arst.);
2 грам. метатез, метатезис, перестановка букв (напр. καρδία > κραδίη);
3 смена, перемена (ἐπὶ τὸ βέλτιον Polyb.): ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μ. γίνεται погов. NT по нужде и закону перемена бывает; замена (ὀνομάτων Plut.);
4 мена, торговый обмен, товарооборот (ἀλλαγαὶ καὶ μεταθέσεις οἷον ἐμπορίῳ Polyb.);
5 устранение, исправление (τον ἁμαρτημάτων Polyb.);
6 юр. право внесения изменений: γεγράφθαι τὴν μετάθεσιν Thuc. (право) внести изменения (в договор);
7 переход (ἡ μ. πρός τινα Polyb.).

Greek Monolingual

η (ΑM μετάθεσις) μετατίθημι
1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης
2. η αλλαγή της θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία
νεοελλ.
1. (με χρονική σημασία) αναβολή («η μετάθεση της ημερομηνίας της συνάντησης κορυφής»)
2. μουσ. η εκτέλεση ενός τεμαχίου ή ενός μουσικού αποσπάσματος από ένα ηχητικό ύψος σε άλλο, χωρίς να μεταβληθούν τα διαστήματα
3. μαθημ. πράξη που συνίσταται στη μεταφορά στοιχείων από μια ορισμένη σειρά διαδοχής σε άλλη σειρά διαδοχής τών ίδιων στοιχείων
4. βιολ. αναδιάταξη της χρωμοσωμικής δομής που επιφέρει την αλλαγή θέσης τών τμημάτων τών χρωματοσωμάτων καθώς και τών ακολουθιών τών γονιδίων που αυτά περιέχουν
5
χημ. α) οργανική αντίδραση κατά την οποία σε ένα μόριο πραγματοποιείται αντικατάσταση ενός ατόμου ή μιας ρίζας από άλλο άτομο ή άλλη ρίζα
β) οργανική αντίδραση κατά την οποία ένα ή περισσότερα άτομα του ίδιου μορίου ανακατατάσσονται, με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση ισομερίωσης ή άλλης ασυνήθους διαδικασίας
6. (ψυχαναλ.) η θετική ή αρνητική έντονη συναισθηματική σύνδεση του ασθενούς με τον θεραπευτή, κατά την οποία ο πρώτος ξαναβιώνει καταστάσεις της παιδικής του ηλικίας απωθημένες στο ασυνείδητο και τίς προβάλλει στο ουδέτερο πρόσωπο του ψυχαναλυτή
7. φρ. α) «μετάθεση ευθυνών» — η προσπάθεια επίρριψης τών ευθυνών που βαραίνουν κάποιον σε άλλο πρόσωπο
β) «αμοιβαία μετάθεση» — η εναλλαγή της θέσης δύο υπαλλήλων
γ) «δυσμενής μετάθεση» — η μετακίνηση υπαλλήλου σε μειονεκτική περιφέρεια ή δικαιοδοσία
δ) «μετάθεση ποσότητας»
γλωσσ. η αντιμεταχώρηση
ε) «μετάθεση συχνότητας»
(ραδιοηλ.) η μετατόπιση μιας περιοχής του φάσματος συχνοτήτων σε άλλη περιοχή του
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση υπαλλήλου σε άλλη θέση από αυτήν που υπηρετεί
μσν.
1. μετοίκηση, μετανάστευση
2. μεταβίβαση
μσν.-αρχ.
μεταβολή, μετατροπή, αλλαγή («θεὸς οὐδεμίαν ἐπιδεχόμενος μετάθεσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αλλαγή φρονήματος ή γνώμης («δυοῖν γὰρ ὄντως τρόπων πᾶσιν ἀνθρώποις τῆς ἐπὶ τὸ βέλτιον μεταθέσεως», Πολ.)
2. μετάσταση από κάποιον, μετατόπιση («πρὸς τὴν μετάθεσιν τῆς τοῦ θεοῦ γενέσεως», Διόδ. Σικ.)
3. η μετάβαση από μια μερίδα σε άλλη, η προσχώρηση
4. το δικαίωμα να μεταβαίνει κάποιος από έναν συνασπισμό σε άλλο, δηλ. να μπορεί να αλλάζει συμμάχους («δίκαιον γὰρ εἶναι πᾱσι τοῖς ξυμμάχοις γεγράφθαι τὴν μετάθεσιν», Θουκ.)
5. ανταλλαγή, πώληση εμπορευμάτων
6. γραμμ. η μετατροπή, η αλλαγή ενός γράμματος, π.χ. φηρσί αντί θηρσί
7. κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, λογοκλοπία
8. φρ. «μετάθεσις αἰτιας»
(ρητ.) ρητορικός τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ρήτορας, επιδιώκοντας εναργέστερη διατύπωση, επιρρίπτει υποθετικά σε άλλο πρόσωπο ή σε άλλο γεγονός εκείνα για τα οποία πραγματεύεται.

Greek (Liddell-Scott)

μετάθεσις: ἡ, (μετατίθημι) μεταβολὴ θέσεως, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 4· ἡ μετάθεσις τῶν ῥημάτων Δημ. 727. 10, πρβλ. Διόδ. 1. 12. 2) μεταβολὴ φρονήματος ἢ γνώμης, ἐπὶ τὸ βέλτιον Πολύβ. 1. 35, 7 (ἐντεῦθεν καὶ, διόρθωσις, τῶν ἡμαρτημένων ὁ αὐτ. 5. 11, 5)· ἐκ μεταθέσεως ὁ αὐτ. 30. 18, 2· προσχώρησις, προς τινα ὁ αὐτ. 5. 86, 8. 3) ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, ὁ αὐτ. 10. 1, 8. 4) παρὰ Γραμμ., ἀλλαγὴ τῆς θέσεως τῶν γραμμάτων, ὡς κραδίη, ἀντὶ καρδία. ΙΙ. ἡ ἐξουσία ἢ τὸ δικαίωμα τοῦ μεταβάλλειν μέρος, Θουκ. 5. 29.

English (Strong)

from μετατίθημι; transposition, i.e. transferral (to heaven), disestablishment (of a law): change, removing, translation.

English (Thayer)

μεταθέσεως, ἡ (μετατίθημι);
1. a transfer: from one place to another (Diodorus 1,23); τίνος (genitive of the object), the translation of a person to heaven, change (of things instituted or established, as ἱερωσύνης, νόμου): τῶν σαλευομένων, Thucydides 5,29; Aristotle, Piut.)

Greek Monotonic

μετάθεσις: ἡ,
I. 1. αλλαγή θέσης, σε Δημ.
2. αλλαγή απόψεως ή φρονημάτων, τροποποίηση, σε Πολύβ.
II. η δύναμη της αλλαγής, σε Θουκ.

Middle Liddell

μετά-θεσις, ιος, ἡ,
I. transposition, Dem.
2. change of sides or opinions, amendment, Polyb.
II. a power of changing, Thuc.

Chinese

原文音譯:met£qesij 姆他-帖西士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:(轉變)-安嶺
字義溯源:轉換,地位更變,更改,遷移,變形,挪移,挪去,接去;源自(μετατίθημι)=遷移);由(μετά)*=同)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(3);來(3)
譯字彙編
1) 要被挪去(1) 來12:27;
2) 接去(1) 來11:5;
3) 更變(1) 來7:12

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μετατίθημι = μετά + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

translatio, translation, 5.29.3.