ἀναβαθμίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, step, stair, LXX Ex.20.26.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ escalón LXX Ex.20.26.

German (Pape)

[Seite 179] ίδος, ἡ, die Stufe, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαθμίς: -ίδος, ἡ, βαθμίς, σκαλοπάτι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. κ΄, 26).