ἀναγαργαρισμός

English (LSJ)

ὁ, gargling, Hp. Int.38.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ gargarismo Hp.Int.38, Hsch.

German (Pape)

[Seite 182] ὁ, das Gurgeln, Hippocr.

Greek Monolingual

ἀναγαργαρισμός, ο (Α) ἀναγαργαρίζω
γαργαρισμός, γαργάρα.