γαργάρα
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
Greek Monolingual
η
1. πλύση του στόματος και του λάρυγγα με νερό ή φάρμακο που αποβάλλεται αμέσως μετά
2. το φάρμακο που χρησιμοποιείται για γαργάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχοποιημένη λέξη από το γαρ-γαρ, που αποδίδει τον ήχο του γαργαρισμού. Κατ' άλλους, γαργάρα < γαργαρίζω, με υποχωρητικό σχηματισμό].