γαργάρα
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
η
1. πλύση του στόματος και του λάρυγγα με νερό ή φάρμακο που αποβάλλεται αμέσως μετά
2. το φάρμακο που χρησιμοποιείται για γαργάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχοποιημένη λέξη από το γαρ-γαρ, που αποδίδει τον ήχο του γαργαρισμού. Κατ' άλλους, γαργάρα < γαργαρίζω, με υποχωρητικό σχηματισμό].