ἀναγείρω

English (LSJ)

reassemble, v.l. Q.S.2.577.

Spanish (DGE)

erigir Γοσάμῳ ... τὴν στήλην ἀνήγειραν REG 65.179.167 (Siria).

German (Pape)

[Seite 182] versammeln, Sp., wie Qu. Sm. 2, 577.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγείρω: ἐκ νέου συναθροίζω διάφ. γραφ. ἐν Κοΐντ. Σμ. 2. 577.