ἀναγυμνόω

English (LSJ)

strip naked, unveil, metaph. in Pass., Dam.Pr. 404.

German (Pape)

[Seite 184] entblößen.

French (Bailly abrégé)

ἀναγυμνῶ :
dénuder, dévoiler LSJ.
Étymologie: ἀνά, γυμνόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγυμνόω: καθιστῶ γυμνόν, ἀποκαλύπτω, «ξεγυμνώνω», «ξεσκεπάζω», Πλουτ. Λυκοῦργ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 3.

Greek Monotonic

ἀναγυμνόω: μέλ. -ώσω, απογυμνώνω, αποκαλύπτω, σε Πλουτ.

Middle Liddell

to strip naked, unveil, Plut.