ἀναδενδρόομαι
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδενδρόομαι: ἐπὶ ἀμπέλων, ἀναρριχῶμαι ἐπάνω εἰς δένδρα, Γρηγ. Νύσσ. τόμ. Ι. 499D, 404A.
Spanish (DGE)
trepar por un árbol ἡ ἀναδενδρουμένη ἄμπελος Gr.Nyss.Hom.in Eccl.332.1
•fig. ascender, remontarse πρὸς τὸ ὕψος τῶν ἀγγέλων Gr.Nyss.Hom.in Cant.60.1.