ἀναθερίζω

English (LSJ)

reap again, τὴν κριθοφόρον γῆν Ph.2.390; glean, Hsch. s.v. ἀνεκαλαμήσατο.

Spanish (DGE)

• Morfología: [lacon. inf. aor. ἀνσερίσασθαι Hsch.]
1 espigar Hsch.s.u. ἀνεκαλαμήσατο.
2 volver a segar γῆν Ph.2.390.
3 calentarse Hsch.s.u. ἀνσερίσασθαι.

German (Pape)

[Seite 188] = ἀνακαλαμάομαι, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθερίζω: σταχυολογῶ μετὰ τὸν θερισμόν, Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνεκαλεμήσατο.