κριθοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
κριθοφόρον, bearing barley, Thphr.HP8.8.2, Str.8.6.16.
German (Pape)
[Seite 1509] Gerste tragend; κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; χώρα Strab. VIII, 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit de l'orge.
Étymologie: κριθή, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
κρῑθοφόρος: приносящий ячмень (χώρα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.
Greek Monolingual
ο (Α κριθοφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κριθάρι («κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μηλοφόρος, οπωροφόρος.