ἀναθορεῖν

English (LSJ)

aor. 2 inf. of ἀναθρῴσκω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἀναθρῴσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθορεῖν: inf. aor. 2 к ἀναθρῴσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθορεῖν: ἀπαρ., ἀόρ. β΄ τοῦ ἀναθρώσκω.

Greek Monotonic

ἀναθορεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ἀναθρῴσκω.