aor. 2 inf. of ἀναθρῴσκω.
inf. ao.2 de ἀναθρῴσκω.
ἀναθορεῖν: inf. aor. 2 к ἀναθρῴσκω.
ἀναθορεῖν: ἀπαρ., ἀόρ. β΄ τοῦ ἀναθρώσκω.
ἀναθορεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ἀναθρῴσκω.