ἀναθρώσκω

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

German (Pape)

[Seite 188] (s. θρώσκω), in die Höhe springen, aufprallen, von einem Steine, ὕψι ἀναθρ., Il. 13, 140; von einem Menschen, Her. 7, 18; ἐπὶ τὸν ἵππον, aufs Pferd springen, 3, 64; τῆς πέτρας, Heliod.; absolut, zwischen πηδῆσαι u. δραμεῖν, Xen. Lac. 2, 3; Plut. Ant. 45, oft. Opp. H. 3, 293 hat den conj. aor. ἀναθρώξωσι, vulg. ἀναθρέξωσι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθρώσκω: [ἢ ἀναθρῴσκω] , ποιητ. καὶ Ἰων. ἀνθρ-: ἀόρ. β΄ -θορεῖν Ξεν. 2. 3: ὑπάρχει καὶ ὑποτ. ἀόρ. α΄ ἀναθρώξωσι ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 293: (ἴδε θρώσκω). Ἀναπηδῶ, τινάσσομαι ἐπάνω, ὡς ἐπι λίθου, ὕψι δ’ ἀναθρώσκων πέτεται Ἰλ. Ν. 140· ἐπὶ αἵματος Ἐμπεδ. 350· ἐπὶ ἀνθρώπων, ὃς δ’ ἀμβώσας μέγα ἀνθρώσκει Ἡρόδ. 7. 18· πρβλ Ἀνθ. ΙΙ. 9. 774· ἀναθρώσκει ἐπὶ τὸν ἵππον, ἀναπηδᾷ, ἀνέρχεται δι’ ἅλματος ἐπ’ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 3. 64.

English (Autenrieth)

bound up, of a stone rolling down hill, only part., Il. 13.140†.

Greek Monolingual

ἀναθρῴσκω (Α)
(για καπνό) πηδώ επάνω, αναπηδώ, ανυψώνομαι, ανεβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θρῴσκω].

Middle Liddell

to spring up, bound up, rebound, Il., Hdt., etc.; ἀναθρώσκει ἐπὶ τὸν ἵππον springs upon it, Hdt.

Mantoulidis Etymological

(=ἀναπηδῶ). Ἀπό τό ἀνά + θρώσκω (=πηδῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.