ἀναιμότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, = ἀναιμία, Arist.PA676a31.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
carencia de sangre τοῦ πλεύμονος Arist.PA 676a31.

German (Pape)

[Seite 189] ητος, ἡ, = ἀναιμία, Arist. part. an. 4, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιμότης: ητος ἡ Arst. = ἀναιμία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιμότης: -ητος, ἡ, = ἀναιμία, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 4. 1. 2.

Greek Monolingual

ἀναιμότης (-ητος), η (Α) ἄναιμος
η αναιμία.