ἄναιμος

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναιμος Medium diacritics: ἄναιμος Low diacritics: άναιμος Capitals: ΑΝΑΙΜΟΣ
Transliteration A: ánaimos Transliteration B: anaimos Transliteration C: anaimos Beta Code: a)/naimos

English (LSJ)

ἄναιμον, (αἷμα), opp. ἔναιμος,
A bloodless, of parts of the body, Pl.Ti.70c, Prt.321b, Arist.HA495a4: Comp., 520b33, al.
II of animals, Id.PA678a33, al.
2 generally, of colour, νᾶπυ ἀναιμότερον κεχρωσμένον Aët.1.298.
3 metaph., χλωρὰ καὶ ἄ. τὰ πράγματα Gorg.Fr.16.
III shedding no blood, πολλοὺς δὲ βροντῆς πνεῦμ' ἄ. ὤλεσεν E.Fr.982; ἀ. νίκη D.C.68.19.

Spanish (DGE)

-ον
I 1carente de sangre, no sanguíneo (θριξίν) καὶ δέρμασι στερεοῖς καὶ ἀναίμοις Pl.Prt.321b, πλεύμονος ἰδέα Pl.Ti.70c, ὀστέον Hp.Morb.2.24, ὁ ἐγκέφαλος Arist.HA 495a4, cf. Plu.2.913e, Diog.Oen.37.2.13
de ciertos animales, Democr.B 5.2, Thphr.Sens.23, esp. de cefalópodos y crustáceos, Arist.PA 678a33, GA 758a5, Sens.438a24, βάτραχοι Ph.1.693.
2 pálido, falto de color de una planta, Aët.1.292
fig. de acciones descolorido, sin relevancia χλωρὰ καὶ ἄ. τὰ πράγματα Gorg.B 16.
II no sangriento, que no produce derramamiento de sangre πολλοὺς δὲ βροντῆς πνεῦμ' ἄναιμον ὤλεσεν E.Fr.982, νίκη D.C.68.19.4
de sacrificios incruento θυσίαι Eus.DE 1.10 (p.48.4), cf. VC 4.45.

German (Pape)

[Seite 189] blutlos, Plat. Tim. 70 c 72 c; Arist. H. A. 5, 31 u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a pas de sang.
Étymologie: , αἷμα.

Russian (Dvoretsky)

ἄναιμος: Plat., Arst., Plut. = ἀναίματος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναιμος: -ον, (αἷμα) ἀντίθ. τῷ ἔναιμος, ὁ ἄνευ αἵματος, ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, Πλάτ. Τίμ. 70C, Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 5., 3. 19, 5, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων τινῶν, συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 4., 3, καὶ ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἄναιμος, -ον)
αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος
αρχ.
αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αιμος < αἷμα.
ΠΑΡ. αναιμία
αρχ.
ἀναιμότης, ἀναιμωτί
νεοελλ.
αναιμικός.
ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος.

Greek Monotonic

ἄναιμος: -ον (αἷμα), αυτός που δεν έχει αίμα, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

αἷμα
without blood, bloodless, Plat., etc.