ἀνακάλυψις
German (Pape)
[Seite 191] ἡ, Enthüllung.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακάλυψις: ἡ, ἀποκάλυψις, ξεσκέπασμα, φανέρωσις, Διον. Ἀρεοπ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
revelación κακῶν Plu.2.518d, μυστικὴ ἀνακάλυφις Eus.VC 4.34 (p.130.26).
[Seite 191] ἡ, Enthüllung.
ἀνακάλυψις: ἡ, ἀποκάλυψις, ξεσκέπασμα, φανέρωσις, Διον. Ἀρεοπ.
-εως, ἡ
revelación κακῶν Plu.2.518d, μυστικὴ ἀνακάλυφις Eus.VC 4.34 (p.130.26).