ἀνακαινισμός

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαινισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Κλήμ. Ἀλεξ. 392.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
en lit. crist. renovación gener. ὁ τῶν θεοπνεύστων ἀναγνωρισμὸς καὶ ἀνακαινισμὸς λογίων Clem.Al.Strom.1.21.124, en el bautismo, Meth.Symp.3.8 (p.36.13).

Greek Monolingual

ο (Α ἀνακαινισμός) ἀνακαινίζω
η ανακαίνιση.

German (Pape)

ὁ, das Erneuern, die Wiederherstellung, Clem.Al.