ἀνακτένισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, carding, screening, sifting, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lat. discrimen e.d. raya del pelo, Gloss.2.51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτένισμα: τό, διαχωρισμός, διάκρισις, Γλωσσ.