ἀναμόχλευσις

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμόχλευσις: -εως, ἡ, ἀνακίνησις, ἀνατροφή, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τόμ. 2. σ. 442.