ἀνακίνησις
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ἀνακινήσεως, ἡ,
A swinging to and fro of the arms as preparatory exercise of pugilists: metaph., preparation, prelude, Pl.Lg.722d.
II stirring up, excitement, φρενῶν S.OT727; ἀλογίας Porph.Abst.1.41.
Spanish (DGE)
ἀνακινήσεως, ἡ
1 excitación, turbación φρενῶν S.OT 727, cf. Ptol.Iudic.16.3.
2 ejercicio previo fig. del proemio de un discurso, Pl.Lg.722d
•puesta en obra, ejercicio ἀλογίας Porph.Abst.1.41.
German (Pape)
[Seite 192] ἡ, das Erheben u. Bewegen der Arme, als Vorübung zum Faustkampfe, dah. übh. Vorübung, προοίμια καὶ σχεδὸν οἷόν τινες ἀνακινήσεις Plat. Legg. IV, 722 d; Aufregung, φρενῶν Soph. O. R. 727.
French (Bailly abrégé)
ἀνακινήσεως (ἡ) :
excitation, émotion.
Étymologie: ἀνακινέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακίνησις: ἀνακινήσεως ἡ
1 возбуждение, волнение (φρενῶν Soph.);
2 (у борцов), разминка, зарядка, (προοίμια καὶ ἀνακινήσεις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακίνησις: ἀνακινήσεως, ἡ, τῇδε κἀκεῖσε κίνησις τῶν βραχιόνων ὡς προπαρασκευαστικὴ ἄσκησις πρὸς τὴν πυγμαχίαν: ἐν γένει προπαρασκευή, προοίμιον, προανάκρουσμα, Πλάτ. Νόμ. 722D. ΙΙ. ἔξαψις, συγκίνησις, ταραχή, φρενῶν Σοφ. Ο. Τ. 727.
Greek Monotonic
ἀνακίνησις: [ῑ], -εως, ἡ, κούνημα μπρος και πίσω· μεταφ., ενθουσιασμός, έξαψη, συγκίνηση, ταραχή, σε Σοφ.
Middle Liddell
[from ἀνακινέω
a swinging to and fro: metaph., excitement, emotion, Soph.