ἀνανεωτής
English (LSJ)
ἀνανεωτοῦ, ὁ, restorer, CIG2804 (Aphrodisias), Ephes.2 No.46.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Grafía: graf. ἀναναιωτής Hell.11-12.25
• Morfología: [voc. ἀνανεωτά CGIH 2a (VI d.C.)]
restaurador, reconstructor τῆς πόλεως CGIH l.c., cf. MAMA 8.504 (Afrodisias), IEphesos 2045, Hell.l.c., SEG 29.1070 (Afrodisias VI d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανεωτής: ὁ, ὁ ἀνακαινιστής, ὁ ἀνανεῶν, ὁ ἀναζωπυρῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 2804.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνανεωτής)
αυτός που επιφέρει ανανέωση, ο ανακαινιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνανεοῦμαι.
ΠΑΡ. ανανεωτικός].