ανακαινιστής
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek Monolingual
ο (Α ἀνακαινιστής) (Ν και θηλ. -ίστρια)
νεοελλ.
1. (για κτήρια) αυτός που ανακαινίζει, που επισκευάζει, επιδιορθώνει ή ανανεώνει
2. μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής
αρχ.
αυτός που κάνει κάτι να αναβιώσει, να ξαναζωντανέψει, ο αναγεννητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακαινίζω. Στη Νεοελληνική η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].