ἀναπέτεια

English (LSJ)

ἡ, expansion, dilatation, πόρων Gal.6.848, cf. Alex. Aphr.Pr.1.90.

Spanish (DGE)

-ας
dilatación τῶν πόρων Gal.6.848, cf. Alex.Aphr.Pr.1.90.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπέτεια: ἡ, διαστολή, ἄνοιγμα, τῶν πόρων οἷον ἀναπέτειά τις οὖσα Γαλην. 7, σ. 5· ἀναπέτειαν διδόναι τοῖς πόροις Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90.