ἀναπλύνω

German (Pape)

[Seite 203] wieder-, abwaschen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλύνω: πλύνω ἐκ δευτέρου, «ξαναπλύνω», «ξεβγάζω» Θ. Στ.

Spanish (DGE)

limpiar, purificar Hsch.s.u. ἀνεῖν.