[Seite 203] ep. = ἀναπνέω, bes. Sp., Ap. Rh. 2, 737 u. Anthol.
poét. ἀμπνείω;c. ἀναπνέω.
ἀναπνείω: ποιητ. ἀμπν-, Ἐπ. ἀντὶ ἀναπλέω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737.
ἀναπνείω: Anth. = ἀναπνέω.